- στεροειδής
- -ές, Ν1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα στεροειδή(βιοχ.-φαρμ.) γενική ονομασία οργανικών συνθετικών ή φυσικών χημικών ενώσεων που χαρακτηρίζονται από μια μοριακή δομή από 17 άτομα άνθρακα και παίζουν ρόλο βιταμινών, ορμονών, αλκαλοειδών και τοξινών2. φρ. «στεροειδείς ορμόνες»(βιοχ.-φαρμ.) γενική ονομασία τών ορμονών που προέρχονται από τις στερόλες και εκκρίνονται από τους ενδοκρινείς αδένες.
Dictionary of Greek. 2013.